ΑΠΟ ΙΣΟΡΡΟΠΙΑ ΑΝΤΟΧΩΝ ΣΕ ΙΣΟΡΡΟΠΙΑ ΑΡΧΩΝ

    Κατά την «Δικονομία» του Αττικού Δικαίου, στις δίκες – ιδιαιτέρου ενδιαφέροντος, ανθρωποκτονίες κυρίως κλπ.- που διεξάγονταν στον Άρειο Πάγο, στον ιερό βράχο της Αθήνας, ο οποίος κατά την παράδοση είχε καταληφθεί από τις χθόνιες θεότητες των Αρών, ο μεν κατήγορος – ως μη πάροχος αιδούς– στεκόταν σε ένα μεγάλο αλάξευτο λίθο της «αναιδείας», ο δε κατηγορούμενος, σε θέση αντιπαράθεσης επί αντιστοίχου λίθου, της «ύβρεως». Στην ιστορική διαδρομή, μπορεί οι προσδιοριστικές διατάξεις για τα όργανα και τους διαδικαστικούς μηχανισμούς απονομής ποινικής δικαιοσύνης να εξελίχθηκαν και να επικαιροποιήθηκαν ανάλογα με τις κοινωνικές και ηθικές ανάγκες, όμως η προγονική σημασιολογική μνήμη αποδίδει σε εμάς την «ύβρη» ως αλαζονεία, υπερεκτίμηση του εγώ, προσβολή των φυσικών κανόνων και νόμων, την δε «αναίδεια» ως θρασύτητα, αυθάδεια και αναισχυντία, παραμετροποιώντας κατ ́ αυτόν τον τρόπο την βασική κοσμοθεωρητική αντίληψη και συμπαντική νομοτέλεια των αρχαίων, αλλά επιπλέον αποκαλύπτοντας αυτές ως ψυχικές καταστάσεις δυνητικής εξασθένισης και εκτροπής εκ του συμπεριφορικού ελέγχου, διαταραχής του ελέγχου της παρόρμησης και τελολογικής βεβαιότητας επικείμενης τιμωρίας. Στοιχεία που χαρακτηρίζουν την εκρηκτική διαπάλη ανάμεσα στις δεσπόζουσες δικονομικές οντότητες –κατήγορος, κατηγορούμενος- στα πλαίσια και της σύγχρονης ποινικής δίκης. Το ισχύον Ποινικό Δικονομικό Σύστημα προβλέπει γι ́ αυτόν που έχει δικαίωμα να υποστηρίξει την κατηγορία στο ποινικό Δικαστήριο να το δηλώσει και να καταστεί διάδικος, προκειμένου να επιδιώξει αυστηρά και μόνο την καταδίκη του κατηγορουμένου. Κανένα δικαίωμα δεν έχει, ούτε δικονομικό λόγο, περί του ύψους της ποινής ή περί της αναγνωρίσεως ή μη ελαφρυντικών περιστάσεων στον κατηγορούμενο. Σχετικά αιτήματα είναι ανομιμοποίητα, εκτός δικονομικής τάξεως και σε επίπεδο επηρεαστικής επικοινωνιακής διαχείρισης, προπετή και απαγορευμένα. Εκ της φύσεώς της η διαδικαστική αυτή οντότητα δεν διαθέτει κάποιο εννοιολογικό μηχανισμό αποφευκτικό της ιδιοτέλειας, αφού η δικονομική της ύπαρξη ταυτίζεται με την κατηγορία, με την καταδίκη και με την ικανοποίηση απαιτήσεων που αφορούν χρηματική αποζημίωση. Εκτιμώ δε πως βρίσκεται σε κατάσταση δικονομικής αποδρομής, ιδίως μετά τις πρόσφατες νομοθετικές καταργήσεις.

    Ο Εισαγγελέας είναι δικαστικός λειτουργός και συνεπώς επιβάλλεται να διέπεται από αντικειμενικότητα, έχει δε την υποχρέωση αμεροληψίας, ουδετερότητος, έρευνας και αξιολόγησης του συνόλου του αποδεικτικού υλικού. Είναι υποκείμενο της ποινικής δίκης, σκοπός της οποίας είναι η έκδοση αποφάσεων συμβατών με τα προτάγματα της δικαιοκρατίας, εκπροσωπεί την κατηγορία, έχοντας όμως την υποχρέωση να συμβάλει στην αναζήτηση της ουσιαστικής αλήθειας, να αναζητά και να αναδεικνύει στοιχεία ενοχής, αλλά και αθωότητας του κατηγορουμένου. Ισχύει ρητή δικονομική πρόβλεψη περί αποκλεισμού ή εξαιρέσεως του δικαστικού προσώπου που έχει δημιουργήσει εμφανώς δυσπιστία για την αμεροληψία του με αντικειμενικά κριτήρια. Η πραγματολογική βάση διέγερσης υπονοιών μεροληψίας μπορεί να είναι η εξ αρχής της διαδικασίας έκφραση δυσμενούς μεταχειρίσεως ή κρίσεως του κατηγορουμένου, που συνιστά προσβολή της Αρχής της ίσης μεταχείρισης, η πρόδηλη εκδήλωση έριδας προς τον κατηγορούμενο, η έκφραση γνώμης επί του αντικειμένου της δίκης εκτός της ασκήσεως των δικαστικών του καθηκόντων (δηλαδή οι αναρτήσεις στο διαδίκτυο), η προσβλητική συμπεριφορά προς τον κατηγορούμενο δι ́ απαξιωτικών χαρακτηρισμών και εκφράσεων, ακόμα και ιδιωτικές εκδηλώσεις του Εισαγγελέα σε σχέση με το πρόσωπο διαδίκου, όπως π.χ. η παραλαβή ανθέων, που δημιουργούν επαρκείς αμφιβολίες αμεροληψίας του.

    Περαιτέρω, ρητή αξιακή αναφορά του Νέου ΚΠΔ ως προς τη δικαιότητα της διαδικασίας επιβάλλει πως η συμπεριφορά των δικαστικών προσώπων πρέπει να είναι όχι μόνο αμερόληπτη, αλλά και ευπρεπής, απαθής και ψύχραιμη, αποδοκιμάζοντας κατ ́ αυτόν τον τρόπο την εκδήλωση συναισθηματικών εξάρσεων και τυποποιώντας τις παρεκκλίσεις από τον κανόνα Δικαίου σε πειθαρχικά παραπτώματα, για να προστατευθεί η διαδικασία από κινδύνους δημιουργίας ατοπιών. Συμπεριφορές και εκδηλώσεις, δικαστικών προσώπων, τέτοιου είδους και ποιότητας, όχι μόνο κάμπτουν την Αρχή της Δίκαιης Δίκης, αλλά δυνητικά λειτουργούν και ως δικονομικές παγίδες στη δικαστική διαδικασία, αφού σε περίπτωση υποβολής και αποδοχής αιτήσεως εξαιρέσεως του συγκεκριμένου δικαστικού προσώπου, εγκυμονεί ο κίνδυνος παραγωγής απολύτου ακυρότητος, καθότι η αντικατάσταση του Εισαγγελικού Λειτουργού σε προχωρημένο διαδικαστικό στάδιο δεν προβλέπεται. Σε κάθε περίπτωση πιστεύω πως, η «ισορροπία αντοχών και ικανοτήτων» κάθε δικαστικού λειτουργού πρέπει αυτόματα να μετατρέπεται σε «ισορροπία αρχών», όταν καταλάβει τη θέση του επί της δικαιοδοτικής έδρας.

    Τα ΜΜΕ συνήθως καλύπτουν τις δικαστικές διαδικασίες πραγματικού ή «τεχνητού» ενδιαφέροντος με όρους εμπορικής ή «αγοραίας» στόχευσης και με «ευαισθησία» αναλογικά κλιμακούμενη με τους δείκτες τηλεθέασης ή άλλες υφέρπουσες σκοπιμότητες. Ο τρόπος που τα ΜΜΕ προβάλλουν το έγκλημα, τα πρόσωπα και τις διαδικασίες, διαμορφώνει σίγουρα ανάλογη ατμόσφαιρα και συντελεί στη χειραγώγηση της «κοινής γνώμης», ώστε τελικά αυτή να μορφοποιείται ως παράγοντας αφενός επηρεαστικός της δικαστικής ανεξαρτησίας, της δικανικής πεποιθήσεως – ιδίως των ενόρκων – και αφετέρου ως καταλυτικός του «τεκμηρίου αθωότητας» του κατηγορουμένου. Η δε προβολή των συναισθηματικών εκρήξεων, του θυμού, της οργής, του άφατου πόνου κλπ. αποτελεί με βεβαιότητα αντικείμενο εκμεταλλεύσεως προς παραγωγή και διάδοση έντονων εικόνων με οικονομικό και μόνο αποτύπωμα και προορισμό. Σε καμία περίπτωση δεν συγκροτούν δικανική επιχειρηματολογία πρόσφορη να ανατρέψει ή να διαμορφώσει τα συμπεράσματα της δικαστικής αξιολόγησης. Η αναφορά στην ενοχή ή αθωότητα των κατηγορουμένων, η διαρροή απαξιωτικών για αυτούς χαρακτηρισμών και η επιπόλαιη απαξιολόγηση αποδεικτικών μέσων, δεν είναι μόνο ανεπίτρεπτη δεοντολογικά αλλά και απαγορευμένη.

    Στην προσπάθειά του ο συνήγορος υπερασπίσεως να αποκτήσουν οι ενέργειες και οι θέσεις του τον αξιακό χαρακτήρα εγκυρότητας και, συνεπώς, δυναμική πειθούς, πρέπει κατ ́ αρχήν να έχει απόλυτη ισορροπία με τον εαυτό του, επιστημονική επάρκεια, δυνατότητα λογικής στάθμισης και εκτίμησης δεδομένων και απαραίτητα αισθητική, την οποία προσδιορίζω ως αίσθηση αναλογιών που δημιουργεί μηχανισμούς αυτοσυντήρησης και αυτοελέγχου. Το καθήκον υπερασπίσεως, καθ ́ οιονδήποτε τρόπο, δεν αποτελεί δικαιολογητικό αφετηριασμό προσπάθειας παραπλανήσεως του Δικαστηρίου δια χρήσεως ψεμάτων, ή ακόμα χειρότερα, με την κατασκευή και επίκληση ψευδών αποδεικτικών μέσων κλπ. Οι επιλογές αυτές είναι εξόχως παράνομες και ο εμπνευστής και χρήστης τους δεν μπορεί να λέγεται δικηγόρος, αλλά κακοποιός με πτυχίο Νομικής και παραβατική ιδιοσυγκρασία, ή άλλως απεγνωσμένος ή ηλίθιος. Το ψέμα εκ φύσεως δεν μπορεί ποτέ να καταστεί μεθοδολογικά αποτελεσματικό και ασφαλές «υπερασπιστικό εργαλείο», καθότι εκφερόμενο ως βιοτικό γεγονός εμπεριέχει αποδεικτικές επισφάλειες, οδυνηρές, είναι δε «ευάλωτο» στη σημειολογική ανταπόδειξη, π.χ. οι ανακρίβειες αποτελούν ενδείκτες ψεύδους. Άλλωστε ο συνήγορος δια της συστηματικής χρήσεως των ψευδών ως τρόπο άσκησης των καθηκόντων του, δεν μπορεί να ξεγελάσει τους πολλούς για πάντα, ίσως λίγους για κάποιο διάστημα, η δε ανυποληψία στο χώρο μας αποτελεί εσχατολογική τοποθέτηση.

    Τα ανωτέρω βέβαια δεν φέρουν χαρακτήρα δικονομικών μαθημάτων, αποτελούν απαντητικές τοποθετήσεις μου επί επικαίρων ερωτημάτων της εξαιρετικής Εφημερίδας σας σε σχέση με περιπτωσιολογία πρόσφατης δίκης που απασχόλησε την κοινωνία μας. Απέφυγα την άμεση σύνδεση των θέσεών μου με εκδηλωθείσες συγκεκριμένες συμπεριφορές παραγόντων αυτής της δίκης, αφενός για λόγους δεοντολογικής τάξεως και αφετέρου από ενσυνείδητη επαγγελματική αδιαφορία για μια «ξένη» υπόθεση (ως πολίτης δικαίωμα και υποχρέωση ενδιαφέροντος), στην οποία τα στοιχεία, πρώτον της υπερχειλούς βίας και σκληρότητος και, δεύτερον των εγγενών υπερασπιστικών αδυναμιών είχαν καταστήσει την δικαστική της διεκπεραίωση προβλέψιμη.

Related Posts