Στις ερωτήσεις σας τοποθετούμαι με τις παρακάτω σκέψεις, υποστηρικτικές της απόψεώς μου ότι η σχετική θεματολογία έχει κατ΄ ουσίαν «ψευδοδιλημματικό» χαρακτήρα υπό το πρίσμα αφενός της Δίκαιης Δίκης και αφετέρου της δικηγορικής δεοντολογίας.
1. Στο πλαίσιο του κατηγορητικού συστήματος, ο κατηγορούμενος πρέπει να αντιμετωπίζεται ως υποκείμενο δικαιωμάτων κατά την ποινική δίωξη και όχι ως αντικείμενό της.
Το τεκμήριο αθωότητας συνοδεύει αυτόν μέχρι την αμετάκλητη δικαιοδοσία.
2. Θεμελιώδες δικαίωμα είναι το δικαίωμα ακροάσεως του κατηγορουμένου, κατοχυρωμένο όχι μόνο Συνταγματικά αλλά και από διεθνείς συμβάσεις υπερνομοθετικής ισχύος. Έκφανση αυτού του δικαιώματος είναι ο διορισμός υπερασπιστή. Η προβλεπόμενη εκ του νόμου κύρωση για την παραβίαση των υπερασπιστικών δικαιωμάτων είναι η απόλυτη διαδικαστική ακυρότητα.
3. Ο υπερασπιστής έχει σημαντική θέση στην ποινική διαδικασία, όμως δεν είναι όργανο απονομής δικαιοσύνης, δεν δικαιοδοτεί. Αυτό είναι αποκλειστικό και εξουσιαστικό δικαίωμα του Δικαστηρίου.
4. Κατά τον Κώδικα Δικηγόρων, ο δικηγόρος οφείλει να αναλαμβάνει κάθε υπόθεση δεκτική υπερασπίσεως, αναφέρονται δε περιοριστικά οι περιπτώσεις άρσης της υποχρέωσης.
Η επίκληση της «παραβίασης των προσωπικών αρχών» ως εκδήλωση επαγγελματικής ελευθερίας, προκύπτει ως «πάσχουσα» υπεκφυγή, αφενός λόγω της διαλαμβανόμενης εξατομίκευσης, αφετέρου λόγω της «σχετικοποίησης» και της προσωπικής «προτεραιοποίησης» των αρχών.
Για μένα, στα πλαίσια και της ποινικής δίκης, υπέρτατη αρχή είναι η Δικαιοκρατία. Η σύμπραξή μου στην παραγωγή νομολογιακού υλικού, αποδομητικού των σκληρών κατηγορητηρίων που αντιμετώπιζαν εντολείς μου, ματαιώνει την απάντησή μου στο ερώτημα αν θα αναλάμβανα τέτοιου είδους υποθέσεις.